
Η ψήφιση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2026 επιβεβαιώνει με τον πιο σαφή και ανησυχητικό τρόπο, ότι η νησιωτική πολιτική εξακολουθεί να μην αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Παρά τις διακηρύξεις περί «ισόρροπης ανάπτυξης» και «περιφερειακής συνοχής», τα νησιά της χώρας αντιμετωπίζονται εκ νέου ως δημοσιονομικό βάρος και όχι ως εθνικός αναπτυξιακός πυλώνας, γεωοικονομικό πλεονέκτημα και κρίσιμος παράγοντας κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.
Ο Προϋπολογισμός του 2026 δεν αποτυπώνει τις πραγματικές ανάγκες της νησιωτικής Ελλάδας. Αντιθέτως, ενσωματώνει μια πολιτική επιλογή υποβάθμισης της νησιωτικότητας, μετατρέποντάς τη σε «λογιστική υποσημείωση» στους δημοσιονομικούς πίνακες. Πρόκειται για μια επιλογή που δεν είναι ουδέτερη. Αντιθέτως, αναπαράγει ανισότητες, επιτείνει τις περιφερειακές αποκλίσεις και υπονομεύει τη βιωσιμότητα των νησιωτικών κοινωνιών.
Η κοινωνική και θεσμική αντίδραση, που εκδηλώθηκε χθες έξω από τη Βουλή, αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο αυτής της πραγματικότητας. Οι κινητοποιήσεις δημάρχων από όλη τη χώρα (συμπεριλαμβανομένων και στελεχών που πολιτικά προέρχονται από τον χώρο της κυβερνητικής πλειοψηφίας), καθώς και το συμβολικό κλείσιμο των Δήμων, σε υλοποίηση της απόφασης του συνεδρίου της ΚΕΔΕ τον περασμένο Νοέμβριο στην Αλεξανδρούπολη, αναδεικνύουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση συνεχίζει να αυξάνει τις αρμοδιότητες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς να εξασφαλίζει την αναγκαία και θεσμικά κατοχυρωμένη χρηματοδότηση από την κεντρική εξουσία. Η πρακτική αυτή οδηγεί σε διοικητική και οικονομική ασφυξία, ιδιαίτερα στους νησιωτικούς Δήμους, οι οποίοι καλούνται να καλύψουν αυξημένες ανάγκες σε υποδομές, καθαριότητα, ύδρευση, διαχείριση απορριμμάτων, πολιτική προστασία και κοινωνικές υπηρεσίες, συχνά με πληθυσμούς που πολλαπλασιάζονται τους θερινούς μήνες.
Ως «λύση» στο πρόβλημα που η ίδια δημιουργεί, η κυβέρνηση προτάσσει σιωπηρά, αλλά ουσιαστικά, την αύξηση των δημοτικών τελών.
Για τους μόνιμους κατοίκους των νησιών, οι οποίοι ήδη υφίστανται το αυξημένο κόστος μεταφορών, ενέργειας, στέγασης και βασικών αγαθών, η επιβάρυνση αυτή προστίθεται σε ένα ήδη δυσβάστακτο οικονομικό περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και η ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Η κυβερνητική πολιτική καθίσταται ακόμη πιο αντιφατική, αν συνυπολογιστεί ότι τα έσοδα του κράτους από τη νησιωτική οικονομία και τον τουρισμό, καταγράφουν διαρκή αύξηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα έσοδα από την αξιοποίηση του αιγιαλού, τα οποία ανήλθαν σε 36,5 εκατ. ευρώ το 2024, σημειώνοντας σαφή ανοδική τάση τα τελευταία έτη.
Η παράκτια ζώνη, κατά κύριο λόγο στη νησιωτική Ελλάδα, παράγει σημαντικό δημόσιο πλούτο, ο οποίος κατευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στο κεντρικό κράτος, χωρίς ουσιαστική και θεσμοθετημένη επιστροφή πόρων στους νησιωτικούς Δήμους.
Την ίδια ώρα, πολλοί από αυτούς τους Δήμους παραμένουν ελλειμματικοί και αδυνατούν να ανταποκριθούν ακόμη και στις στοιχειώδεις λειτουργικές τους ανάγκες ή να εξασφαλίσουν ίδια συμμετοχή για έργα υποδομής και αναπτυξιακές παρεμβάσεις. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο υποχρηματοδότησης, που διαιωνίζεται με πολιτική ευθύνη της κεντρικής διοίκησης.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και ο τρόπος εκμετάλλευσης των πλέον προνομιακών τμημάτων του αιγιαλού. Εταιρείες πανελλαδικής εμβέλειας, μέσω ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, με εξαιρετικά υψηλά και συχνά μη ανταγωνιστικά τιμήματα, κατορθώνουν να αποκτούν πρόσβαση σε «φιλέτα» της παράκτιας ζώνης, δημιουργώντας συνθήκες συγκέντρωσης και μονοπωλιακών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές οδηγούν στη διατήρηση υψηλών τιμών στις παρεχόμενες υπηρεσίες, πλήττοντας, τόσο τους μόνιμους κατοίκους, όσο και τους επισκέπτες των νησιών, ενώ η τοπική οικονομία και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραγκωνίζονται.
Τέλος, η κυβέρνηση επιχειρεί συστηματικά να καλλιεργήσει την εικόνα μιας γενικευμένης «καλοκαιρινής ευμάρειας» στα νησιά. Πρόκειται για μια αποσπασματική και παραπλανητική αφήγηση, που αγνοεί ότι η τουριστική δραστηριότητα αφορά περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν αποτυπώνει, ούτε τη δωδεκάμηνη πραγματικότητα των νησιωτικών κοινωνιών, ούτε το σύνολο των κατοίκων τους, οι οποίοι καλούνται να ζήσουν, να εργαστούν και να παραμείνουν στον τόπο τους όλο τον χρόνο.
Ο Τομέας Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής του Κινήματος Δημοκρατίας υπογραμμίζει ότι, ο Προϋπολογισμός 2026, δεν αποτελεί απλώς μια ανεπαρκή τεχνική κατανομή πόρων. Αποτελεί μια σαφή πολιτική δήλωση υποβάθμισης της νησιωτικότητας.
Απέναντι σε αυτή την επιλογή, το Κίνημα Δημοκρατίας προτάσσει την ανάγκη για μια συνεκτική, δίκαιη, βιώσιμη και στρατηγικά σχεδιασμένη νησιωτική πολιτική, με επαρκή χρηματοδότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δίκαιη αναδιανομή των εσόδων που παράγονται στα νησιά και πραγματική στήριξη της κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.
Η νησιωτική Ελλάδα δεν είναι κόστος προς διαχείριση. Είναι εθνικό κεφάλαιο, αναπτυξιακός μοχλός και στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας. Και ως τέτοιο οφείλει, επιτέλους, να αντιμετωπίζεται.



