Ελλάδα

Απογραφή: Από το 1821 ως σήμερα -Πώς φτάσαμε από τις 700.000 στα 10,4 εκατομμύρια, πότε ξεκίνησε το δημογραφικό πρόβλημα

Από την πρώτη απογραφή του 1836, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπαθούσε να «γνωρίσει» τον ίδιο του τον πληθυσμό, μέχρι τις σύγχρονες ψηφιακές καταμετρήσεις, η απογραφή υπήρξε πάντα ένας καθρέφτης της κοινωνίας.

Κάθε καταμέτρηση αποτυπώνει τις μεγάλες μεταβολές της χώρας: τις περιόδους ανάπτυξης, τις δημογραφικές πιέσεις, τις μετακινήσεις πληθυσμών και τις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η καθημερινή ζωή. Μέσα από τα στοιχεία μπορεί κανείς να διακρίνει πώς εξελίχθηκε η Ελλάδα, ποιες ανάγκες προέκυψαν και πώς διαμορφώθηκε σταδιακά ο κοινωνικός της χάρτης.

Η εξέλιξη της απογραφής στην Ελλάδα σε δύο αιώνες
Η ιστορία της απογραφής στην Ελλάδα ξεκινά από τα πρώτα βήματα του νέου κράτους. Η πρώτη καταγραφή, που αφορά το 1821, δεν πραγματοποιήθηκε τότε αλλά έγινε αναδρομικά, καθώς δεν υπήρχε οργανωμένος μηχανισμός. Σύμφωνα με έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ, το 1828, επί Καποδίστρια, γίνεται η πρώτη επίσημη εκτίμηση του πληθυσμού, ενώ από το 1836 αρχίζουν οι συστηματικές απογραφές. Σημαντικό ορόσημο αποτελεί το 1889, όταν η απογραφή διεξάγεται για πρώτη φορά την ίδια ημέρα πανελλαδικά!

Στις αρχές του 20ού αιώνα η διαδικασία εκσυγχρονίζεται: Το 1907 καθιερώνονται σύγχρονοι στατιστικοί κανόνες με ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατάρτιση του απογραφικού δελτίου, το 1913 καταγράφονται οι νέες επαρχίες που εντάσσονται στην Ελλάδα, ενώ το 1920 εισάγεται η μηχανογραφημένη επεξεργασία. Μετά τον πόλεμο, το 1951 γίνεται πραγματικότητα η πρώτη απογραφή που αφορά τα σημερινά σύνορα της χώρας.


Μια δεκαετία μετά, το 1961, πραγματοποιείται για πρώτη φορά δοκιμαστική απογραφή και δειγματοληπτική έρευνα κάλυψης, εισάγοντας νέες μεθόδους ελέγχου και αξιολόγησης των δεδομένων, ενώ το 1971, ειδικές ομάδες απογραφέων απέγραψαν όσους ταξίδευαν με πλοίο, σιδηρόδρομο ή αεροπλάνο, αρκεί να βρίσκονταν σε ελληνικό έδαφος τη μέρα της απογραφής. Μια καινοτομία που στόχευε σε πλήρη αποτύπωση του πληθυσμού!

Με την είσοδο στη νέα χιλιετία, το 2001 φέρνει οπτική αναγνώριση εγγράφων, επιταχύνοντας τη διαδικασία, ενώ το 2011 η απογραφή διεξάγεται για πρώτη φορά από την ανεξάρτητη πλέον ΕΛΣΤΑΤ. Τέλος, το 2021, όπου έγινε και η τελευταία διαδικασία, η χώρα περνά στην πρώτη ηλεκτρονική αυτοαπογραφή, εγκαινιάζοντας ένα πλήρως ψηφιακό μοντέλο συλλογής στοιχείων.

Τα στατιστικά στοιχεία
Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη απογραφή που συνδέεται με το έτος 1821 δεν πραγματοποιήθηκε τότε, αλλά αποτελεί αναδρομική εκτίμηση του πληθυσμού στην απαρχή της Ελληνικής Επανάστασης. Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση, ο πληθυσμός του υπό διαμόρφωση ελληνικού κράτους ανερχόταν σε 938.765 κατοίκους.

Απογραφή 1828

Η πρώτη οργανωμένη και επίσημη απογραφή πραγματοποιείται το 1828, την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, προσφέροντας για πρώτη φορά μια συστηματική εικόνα του νέου ελληνικού κράτους. Ο πληθυσμός που καταγράφηκε τότε ανέρχεται σε 753.400 κατοίκους.

Απογραφή 1838

Η απογραφή του 1838 αποτελεί μία από τις πρώτες συστηματικές προσπάθειες καταγραφής του πληθυσμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η διαδικασία είχε πολύμηνη διάρκεια, η οποία μάλιστα διέφερε από περιοχή σε περιοχή, καθώς οι τοπικές συνθήκες και οι μετακινήσεις του πληθυσμού καθόριζαν τον ρυθμό ολοκλήρωσής της. Ο πραγματικός πληθυσμός που καταγράφηκε ανέρχεται σε 752.077 κατοίκους, προσφέροντας μια πιο αξιόπιστη εικόνα για τη δημογραφική πραγματικότητα της εποχής.

Πρότυπο απογραφικού βιβλίου που χρησιμοποιήθηκε κατά τις απογραφές πληθυσμού από το 1834 έως το 1856 (Πηγή: Χουλιαράκης, 1975, σελ. 351)
Απογραφή 1848

Η απογραφή του 1848 κατέγραψε πραγματικό πληθυσμό 986.731 κατοίκων, σε μια περίοδο που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος διαμορφωνόταν θεσμικά και κοινωνικά. Για πρώτη φορά δημοσιεύθηκαν στοιχεία σε επίπεδο δήμων, προσφέροντας σαφέστερη εικόνα της τοπικής κατανομής του πληθυσμού.

Μεγαλύτεροι δήμοι:

Αθηναίων: 26.256
Ερμουπόλεως: 19.410
Πατρών: 15.400
Επιδαύρου: 14.800
Ύδρας: 12.285
Απογραφή 1853

Το 1853 βρίσκει την Ελλάδα σε τροχιά δημογραφικής ανόδου, με τον πληθυσμό να φτάνει τους 1.035.527 κατοίκους. Η εικόνα των μεγαλύτερων δήμων αποκαλύπτει ποιες πόλεις αποτελούσαν τα ισχυρότερα διοικητικά και οικονομικά κέντρα της εποχής.

Μεγαλύτεροι δήμοι:

Αθηναίων: 31.122
Ερμουπόλεως: 19.981
Πατρών: 19.499
Ύδρας: 12.572
Άργους: 10.559
Το 1856 ο πληθυσμός της χώρας καταγράφηκε στους 1.062.627 κατοίκους, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 1861, ο συνολικός πληθυσμός ανήλθε σε 1.096.810 κατοίκους, με 567.334 άνδρες και 529.476 γυναίκες. Η αύξηση σε σχέση με το 1856 καταγράφει τη σταθερή πληθυσμιακή ανάπτυξη της εποχής.

Το 1870 ο πληθυσμός της χώρας παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερη άνοδο. Ο πραγματικός πληθυσμός ανήλθε σε 1.457.894 κατοίκους (754.176 άνδρες και 703.718 γυναίκες), ενώ ο νόμιμος πληθυσμός καταγράφηκε στους 1.431.765 κατοίκους. Η διαφορά μεταξύ πραγματικού και νόμιμου πληθυσμού αντικατοπτρίζει τις μετακινήσεις και τις διοικητικές καταγραφές της περιόδου.

Μεγαλύτεροι δήμοι:

Αθηναίων: 48.107
Πατρών: 26.190
Κερκυραίων: 24.091
Ερμουπόλεως: 20.996
Ζακυνθίων: 20.480

Πίνακας ερωτημάτων που τέθηκαν και στοιχείων που δημοσιεύθηκαν κατά τις απογραφές πληθυσμού από το 1856 έως το 1879 (Πηγή: Βασίλειον της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1961, σελ. XIV)
Το 1879 ο πραγματικός πληθυσμός της χώρας φτάνει τους 1.679.470 κατοίκους, επιβεβαιώνοντας τη σταθερή δημογραφική άνοδο της περιόδου.
Το 1889 ο πληθυσμός αυξάνεται στους 2.187.208 κατοίκους. Η ενίσχυση των αστικών κέντρων γίνεται πλέον αισθητή, με την Αθήνα να αποκτά σαφή πρωταγωνιστικό ρόλο στη χώρα.
Το 1896 ο πληθυσμός ανέρχεται σε 2.433.806 κατοίκους, σε μια εποχή που η Ελλάδα συγκροτεί σταδιακά τα μεγάλα της διοικητικά και οικονομικά κέντρα.
Το 1907 ο πληθυσμός φτάνει τους 2.631.952 κατοίκους. Η Αθήνα και ο Πειραιάς αναδεικνύονται πλέον ως τα δύο μεγαλύτερα αστικά συγκροτήματα της χώρας, δείχνοντας τη μετατόπιση προς την πρωτεύουσα.
Το 1920 ο πληθυσμός εκτοξεύεται στους 5.531.474 κατοίκους, αντανακλώντας τις εδαφικές επεκτάσεις της χώρας και τις μεγάλες δημογραφικές αλλαγές της περιόδου. Για πρώτη φορά στη λίστα των μεγάλων πόλεων εμφανίζεται η Θεσσαλονίκη, σηματοδοτώντας τη νέα εθνική γεωγραφία.
Απογραφή 1940

Το 1940, λίγο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, ο πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδας καταγράφεται στους 7.344.860 κατοίκους, με σχεδόν ισορροπημένη κατανομή ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Ο νόμιμος πληθυσμός υπολογίζεται στους 7.285.674, ενώ ο de facto στους 7.347.002.

Η Αθήνα ξεπερνά πλέον τις 481 χιλιάδες, η Θεσσαλονίκη τις 226 χιλιάδες, και ο Πειραιάς τις 205 χιλιάδες, αποτυπώνοντας τη σταθερή ενίσχυση των μεγάλων αστικών κέντρων του Μεσοπολέμου.

Η απογραφή αυτή αποτελεί το τελευταίο δημογραφικό στιγμιότυπο της χώρας πριν από τις μεγάλες ανατροπές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το 1951 ο πληθυσμός ανέρχεται σε 7.632.801 κατοίκους. Η μεταπολεμική αστικοποίηση ενισχύει σημαντικά τα μεγάλα δυτικά προάστια της Αθήνας και τον Πειραιά.
Το 1961 ο πληθυσμός φτάνει τους 8.388.553 κατοίκους, με τις μεγάλες πόλεις της χώρας να συνεχίζουν να συγκεντρώνουν πληθυσμό λόγω οικονομικής ανάπτυξης και εσωτερικής μετανάστευσης.
Το 1971 ο πληθυσμός ανέρχεται σε 8.768.641 κατοίκους. Το Περιστέρι κάνει αισθητή την παρουσία του στα μεγάλα αστικά κέντρα, αντικατοπτρίζοντας την επέκταση της μητροπολιτικής Αθήνας.
Το 1981 ο πληθυσμός φτάνει τους 9.740.417 κατοίκους και η Ελλάδα εισέρχεται πλέον σε μια δεκαετία έντονης αστικής ανάπτυξης, με τις μεγάλες πόλεις να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης.

Το 1991 η Ελλάδα ξεπερνά για πρώτη φορά τους δέκα εκατομμύρια κατοίκους, με τον πληθυσμό να φτάνει τους 10.259.900. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη παραμένουν τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι γύρω περιοχές συνεχίζουν να πυκνώνουν.

Το 2001 ο πληθυσμός αυξάνεται σε 10.964.020 κατοίκους, αντανακλώντας την οικονομική ανάπτυξη και τη μεταναστευτική εισροή της προηγούμενης δεκαετίας. Τα μεγάλα κέντρα διατηρούν τη δυναμική τους, αλλά η χωροταξική εικόνα αρχίζει να διαφοροποιείται.

Το 2011, λίγο πριν από τη δημογραφική κάμψη της κρίσης, ο πληθυσμός φτάνει τους 10.940.777. Στους μεγάλους δήμους εμφανίζεται πλέον και το Ηράκλειο, δείχνοντας την ενίσχυση περιφερειακών πόλεων πέρα από τα δύο παραδοσιακά μητροπολιτικά κέντρα.

Τέλος, η απογραφή του 2021, η πιο πρόσφατη που έχει πραγματοποιηθεί έως σήμερα, καταγράφει μόνιμο πληθυσμό 10.482.487 κατοίκων, από τους οποίους 5.125.977 άνδρες και 5.356.510 γυναίκες. Πρόκειται για την πρώτη απογραφή που βασίστηκε εκτεταμένα στην ηλεκτρονική αυτοαπογραφή, σηματοδοτώντας τη μετάβαση της χώρας σε ένα σύγχρονο, ψηφιακό μοντέλο συλλογής δημογραφικών δεδομένων.

Πηγή: iefimerida.gr

Related Articles

Back to top button