
Παρά τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, με σταδιακή υποχώρηση της ανεργίας και ενίσχυση της απασχόλησης, ο τουριστικός τομέας εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρές προκλήσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη δυναμική του.
Όπως καταγράφεται στο 57ο τεύχος του περιοδικού «Οικονομικές Εξελίξεις» του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), το φαινόμενο της αύξησης των κενών θέσεων εργασίας στον τουρισμό παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις.
- Εν ολίγοις: Η έλλειψη εργαζομένων εξελίσσεται στην “Αχίλλειο πτέρνα” του ελληνικού τουρισμού.
Χαρακτηριστικά, οι κενές θέσεις εργασίας στον κλάδο των υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης (τουρισμός) –το ποσοστό τους ήταν πάντοτε υψηλότερο σε αυτόνμ από τον μέσο όρο- σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε έναν χρόνο. Από ποσοστό 4,2% το 2023, έφτασαν στο εντυπωσιακό 8% ένα χρόνο μετά, δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκαν. Ο δείκτης αυτός είναι υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου και υπερτριπλάσιος του δείκτη για την επιχειρηματική οικονομία συνολικά.
Αντίστοιχα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, τα στοιχεία δείχνουν αύξηση των κενών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, αν και ως ποσοστό παρέμειναν κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όμως, ενώ οι κενές θέσεις εργασίας υπολογίζονται σε λιγότερες από 69 χιλ. στην επιχειρηματική οικονομία, επιμέρους εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 80 χιλ. κενές θέσεις μόνο στον τουρισμό.
Το φαινόμενο της αύξησης των κενών θέσεων εργασίας, ιδίως στον τουρισμό, επισημαίνει το ΚΕΠΕ, καταδεικνύει διαρθρωτικές αδυναμίες στην αντιστοίχιση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας και, όπως υπογραμμίζει, έχει σημαντικές επιπτώσεις και στη δυναμική του τουριστικού προϊόντος της χώρας, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ των προορισμών εντείνεται.
Διαφαινόμενη επιβράδυνση της ανόδου των τουριστικών εισπράξεων
Παράλληλα, το ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον και οι αβεβαιότητες που πηγάζουν από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις εξελισσόμενες διεθνείς εμπορικές διαμάχες έχουν ορατές επιδράσεις σε δείκτες της ελληνικής οικονομίας που αφορούν κυρίως την εξαγωγική και επενδυτική δραστηριότητα, χωρίς ωστόσο να προκαλούν, προς το παρόν, σημαντικές αποκλίσεις από τη σταθερά ανοδική τροχιά της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα. Η οριακή κάμψη των εξαγωγών υπηρεσιών στο πρώτο τρίμηνο του 2025, και ειδικότερα οι πιέσεις στις εισπράξεις από μεταφορικές υπηρεσίες, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη επιβράδυνση της ανόδου των εισπράξεων από τον τουρισμό, συναρτώνται πιθανότατα με την υποβάθμιση των προοπτικών για την ευρωπαϊκή οικονομία και το διεθνές εμπόριο, λόγω της αστάθειας που επικρατεί στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις.
Ταυτόχρονα, η επιβράδυνση στις μεγάλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ, τα αυξανόμενα εμπορικά εμπόδια και η κλιμάκωση των περιφερειακών συγκρούσεων ενδέχεται να επιβαρύνουν τις εξαγωγές, τον τουρισμό και τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Η Χρυσή βίζα εκτίναξε τις τιμές ακινήτων σε Αθήνα, Μύκονο και Σαντορίνη
Στη διάσταση των ξένων επενδύσεων, η εφαρμογή του προγράμματος της «Χρυσής Βίζας», το οποίο υιοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση το 2013, οδήγησε σε αυξανόμενες τιμές των οικιστικών ακινήτων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ζήτηση για στέγαση από τους ξένους επενδυτές εκτοξεύτηκε, επιταχύνοντας τις συναλλαγές ακινήτων και ωθώντας τις τιμές κατοικιών προς τα πάνω. Η τάση αυτή έλαβε μεγάλες διαστάσεις, ιδιαιτέρως σε μεγάλες πόλεις όπως η Αθήνα και σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος.
Η άμεση ξένη επένδυση από άλλες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) αυξήθηκε, ειδικά αμέσως μετά την εφαρμογή του προγράμματος, φτάνοντας κατά μέσο όρο το 70% της συνολικής άμεσης ξένης επένδυσης.
Σύμφωνα με στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, η καθαρή άμεση ξένη επένδυση στην Ελλάδα ακολούθησε ανοδική πορεία, σημειώνοντας σημαντική αύξηση σε υψηλά επίπεδα μετά το 2017, από λιγότερα από 500 εκατ. σε περίπου 2,75 δισ. ευρώ το 2024, καταγράφοντας μείωση το 2020 εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης.
Στοιχεία που αφορούν το 2023 δείχνουν ότι σχεδόν το 30% των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων κατευθύνθηκε στην αγορά ακινήτων για το συγκεκριμένο έτος, με τους κλάδους της μεταποίησης και των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων να ακολουθούν με ποσοστά 14,2% και 9,1%, αντίστοιχα.
Το βασικό πλεονέκτημα της «Χρυσής Βίζας» είναι ότι παρέχει πενταετή άδεια παραμονής στην Ελλάδα στους κατοίκους εκτός ΕΕ, με την προϋπόθεση ότι επενδύουν τουλάχιστον 250.000 ευρώ στην ελληνική αγορά ακινήτων.
Παρ’ όλα αυτά, από το 2024, τα όρια για την παραχώρηση «Χρυσής Βίζας» τροποποιήθηκαν ως εξής:
- επένδυση τουλάχιστον 800.000 ευρώ για την περιοχή της Αττικής, τις περιφερειακές ενότητες της Θεσσαλονίκης, τη Μύκονο, και τη Σαντορίνη, καθώς και τα νησιά με πληθυσμό πάνω από 3.100 κατοίκους.
- για τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, η αξία της επένδυσης σε ακίνητα τέθηκε στις 400.000 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, η επένδυση θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ένα μόνο ακίνητο και όχι σε πολλαπλά μικρότερης αξίας. Η αύξηση των ορίων επένδυσης για την απόκτηση «Χρυσής Βίζας» από την ελληνική κυβέρνηση έγινε με στόχο την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης και τον περιορισμό της υπερβολικής ζήτησης από ξένους επενδυτές, η οποία είχε συμβάλει στην αύξηση των τιμών ακινήτων και ενοικίων, καθιστώντας έτσι δύσκολη την εξασφάλιση προσιτής κατοικίας για τους εγχώριους αγοραστές και ενοικιαστές.
ΠΗΓΗ:tornosnews.gr