
Ο πρέσβης μας θα είναι πάντα εδώ – Μιλάει με υπερηφάνεια για την ελληνική καταγωγή του, εκφράζει τη μεγάλη του αγάπη για τη χώρα μας, περιγράφει την πορεία της οικογένειάς του από τον Ορεινό Πλάτανο στη Νέα Υόρκη – «Έξυπνη και ζεστή» λέει για την αντικαταστάτριά του, Κίμπερλι Γκιλφόιλ
Συνέντευξη στον Δημήτρη Δανίκα
Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, τρεις μέρες μαζί του. Δευτέρα το αποχαιρετιστήριο στη «Νησιώτισσα», την Τρίτη το βράδυ παρέα με καμιά δεκαριά συναδέλφους για αποχαιρετιστήριο βραδινό στην οικία του Αμερικανού πρεσβευτή εκεί όπου πρόκειται να εγκατασταθεί, με το καλό, η Κίμπερλι Γκιλφόιλ. Και την Τετάρτη στις 2 το μεσημέρι πάλι στο ίδιο μέρος για την τελευταία δημοσιογραφική του συνομιλία προτού αποχαιρετίσει οριστικά τον ρόλο του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα.
«Θέλω μόνο σε σένα, στον φίλο μου Δημήτρη, να παραχωρήσω την τελευταία μου συνέντευξη». Μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο. Και έτσι έγινε.
Για να καταλάβετε ποιος είναι ο Γιώργαρος Τσούνης («έτσι να με λες, όχι George»), ένα θα σας πω: με το που μπαίνεις στον αριστερό τοίχο πέφτεις πάνω σε δέκα ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Τα αποτυπώματα της καρδιάς του. Σε όλες απεικονίζονται οι δικοί του, η μάνα του Ελένη και ο συγχωρεμένος ο πατέρας του Δημήτρης. Καθώς και φωτογραφίες από τη φτωχή οικογένεια της γυναίκας του Όλγας.
Ο Γιώργαρος από τον Πλάτανο, η Ολγα από το διπλανό χωριό τον Αγιο Δημήτρη. Φωτογραφίες που πάλλονται από μόχθο, υπερηφάνεια και μια ελληνικότητα άλλο πράμα. Μια φράση του θα με συνοδεύει, την είχε πει η μάνα του: «Ακουσε, Γιωργάκη, άμα είσαι τυχερός στη ζωή, μόνο δύο άνθρωποι έχουν σκουπίσει τον κωλαράκο σου. Εσύ είσαι ο ένας, εγώ η άλλη».
Οπως ο Τσούνης ουδείς άλλος ανώτατος αξιωματούχος. Ιδίως της υπερδύναμης με την ονομασία Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η αμεσότητα, η ζεστασιά, ο αυθορμητισμός του και η περηφάνια του που είναι «Ελληνάρας» ξεχειλίζουν πάνω του.
Ναι, θα κάνω την αγιογραφία του. Το αξίζει!
Σκηνή 1η: «Ακουσε, Γιωργάκη, άμα είσαι τυχερός στη ζωή»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΟΥΝΗΣ: Βρε παιδάκι μου, λίγο αλλαγή…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ: Ποια αλλαγή νομίζεις ότι χρειάζεται η Ελλάδα; Οι άξιοι να προχωράνε; Στην Αμερική έτσι γίνεται;
Γ.ΤΣ.: Κοίτα, όλοι έχουμε ευκαιρίες στην Αμερική και θέλω ευκαιρίες για όλους. Δεν με ενδιαφέρει άμα ήρθε από το Μανχάταν ή από το Χόλιγουντ. Να έχουν ευκαιρίες οι άνθρωποι στην πιο φτωχή γειτονιά του Γιάνγκσταουν στο Οχάιο. Και για να το κάνω ελληνικό, οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί στην Εκάλη έχουν πολλές ευκαιρίες. Ομως και ένα φτωχό παιδί να έχει τις ίδιες ευκαιρίες.
Δ.Δ.: Εδώ δεν υπάρχει αυτό. Εδώ είναι το πελατειακό κράτος. Για να προχωρήσεις, πρέπει να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη. Ποιο θεωρείς ότι είναι το μειονέκτημα της Ελλάδας μετά από τόσα χρόνια που έζησες εδώ; Αν ήσουν παντοδύναμος, τι θα διόρθωνες;
Γ.ΤΣ.: Θα σιγουρευόμουν ότι κάθε παιδί που γεννιέται έχει τις ίδιες ευκαιρίες με τα πλουσιότερα.
Δ.Δ.: Τα είπες όλα. Αυτό όμως δεν γίνεται στην Ελλάδα.
Γ.ΤΣ.: Αυτό δεν γίνεται πουθενά.
Δ.Δ.: Οχι, στην Αμερική γίνεται.
Γ.ΤΣ.: Οχι, και εκεί οι πλούσιοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες απ’ ό,τι τα φτωχά παιδιά. Ομως μπορούν και αυτά να έχουν ευκαιρίες, και σε αυτό το θέμα θα ήθελα την Ελλάδα να είναι περισσότερο σαν την Αμερική.
(Δείχνει τις φωτογραφίες των γονιών του και των γονιών της συζύγου του Ολγας.)
Δ.Δ.: Ο πατέρας ήταν από τον Πλάτανο. Εφυγε για την Αμερική ξυπόλητος;
Γ.ΤΣ.: Και ο πατέρας και η μητέρα ήταν από τον Πλάτανο, ο πατέρας μου έφυγε το ’53, η μάνα μου το ’61.
Δ.Δ.: Ηταν πάμφτωχοι;
Γ.ΤΣ.: Τα σπίτια τους δεν είχαν νερό, δεν είχαν ρεύμα, δεν είχαν τουαλέτα. Και όταν έφυγε ο πατέρας μου δεν είχαν δρόμο, δεν είχαν αυτοκίνητα.
Δ.Δ.: Και πώς του ήρθε να πάει Αμερική;
Γ.ΤΣ.: Οταν ο πατέρας μου πήγαινε σχολείο, λέγανε ότι στην Αμερική οι δρόμοι είναι χρυσοί. Δεν ήταν βέβαια χρυσοί οι δρόμοι, όμως ο πατέρας μου βρήκε ευκαιρίες. Επιασε δουλειά, ήταν σερβιτόρος, άνοιξε το δικό του μαγαζί, έκανε μπίζνες, προχώρησε. Και θυμάμαι αυτό που μου είπε η μάνα μου, η Ελένη, όταν ήμουν πολύ μικρό παιδί. «Παιδάκι μου, δεν με νοιάζει, θα καθαρίσω αποχωρητήρια, εγώ θα σε στείλω στο πανεπιστήμιο».
Δ.Δ.: Και όταν εσύ έγινες πρέσβης, τι σου είπε η μανούλα σου; Πες μου την αλήθεια τώρα.
Γ.ΤΣ.: Οταν πήγα να δώσω τα διαπιστευτήριά μου στον Πρόεδρο, η μάνα μου είπε: «Οταν έφυγα από την Ελλάδα μικρό κορίτσι, ούτε σε όνειρο δεν είχα δει ότι θα γυρίσω και θα πάω να γνωρίσω τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και το παιδί μου θα γυρίσει πρέσβης της Αμερικής στην Ελλάδα».
Δ.Δ.: Στην αρχή δεν το ήθελε όμως. Πες μου τι σου είπε.
Γ.ΤΣ.: «Γιώργο, τι κάνεις; Εχεις οικογένεια, παιδιά, σπίτι, μπίζνες, τι κάνεις με αυτά τα πολιτικά; Σε παρακαλώ μην πας!». Η μάνα φοβάται, και είναι από αγάπη.
Δ.Δ.: Κάθε πότε μιλάτε στο τηλέφωνο;
Γ.ΤΣ.: Μιλάω με τη μάνα μου κάθε δυο μέρες. Οι αδελφές μου μιλούν μαζί της τέσσερις φορές τη μέρα. Και της λέω: «Ρε μητέρα, τι έχετε να πείτε που δεν είπατε την πρώτη φορά, τη δεύτερη και την τρίτη;». Και μου λέει: «Ακουσε, Γιωργάκη, άμα είσαι τυχερός στη ζωή, μόνο δύο άνθρωποι έχουν σκουπίσει τον κωλαράκο σου. Εσύ είσαι ο ένας, εγώ είμαι η άλλη. Τηλεφώνα στη μάνα σου!». Ελληνίδα μάνα…
Δ.Δ.: Ερχεται συχνά εδώ;
Γ.ΤΣ.: Ερχεται. Και την πήρα στο χωριό για τα Χριστούγεννα πέρυσι. Ηταν η πρώτη φορά μετά από 63 χρόνια που έκανε Χριστούγεννα στο χωριό. Ηταν το κάτι άλλο. Πήγαμε στον Αγιο Νικόλαο, την εκκλησία μας, και έφαγαν 25 άνθρωποι στην πλατεία, όλοι μαζί. Αυτό ήταν το πιο ωραίο πράγμα αυτά τα τρία χρόνια στην Ελλάδα, ότι μπόρεσα να κάνω Χριστούγεννα στο χωριό με τη μάνα μου.
Σκηνή 2η: «Και η Αμερική θέλει ησυχία εδώ»
Δ.Δ.: Πριν από τρία χρόνια, αν θυμάμαι καλά, έγινε μια ιστορία στο Αιγαίο με ένα τουρκικό πλοίο και ένα ελληνικό. Κάτι έκανες εκεί πέρα εσύ. Δεν το έχεις πει πουθενά αυτό, πες μου ειλικρινά.
Γ.ΤΣ.: Οχι, Δημήτρη μου, δεν μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα. Κοίτα, η Αμερική θέλει ησυχία στο Αιγαίο. Είμαστε στο πλευρό της Ελλάδας και θέλουμε ησυχία.
Δ.Δ.: Κι εμείς ησυχία θέλουμε. Μου είπαν ότι μετά το περιστατικό αυτό έλεγες σε διάφορους Ελληνες: «Μη φοβάστε, πηγαίντε να κάνετε τα μπάνια σας στα νησιά, δεν υπάρχει πρόβλημα». Είναι αλήθεια αυτό; Το είπες;
Γ.ΤΣ.: Ναι. Πολλοί λένε λόγια, αλλά τα έργα τους είναι πολύ διαφορετικά. Κανένας δεν θέλει πόλεμο, κανένας δεν θέλει προβλήματα.
Δ.Δ.: Ο Ερντογάν θέλει, μάλλον.
Γ.ΤΣ.: Δεν θέλει. Ο Ερντογάν και οι Τούρκοι ξέρουν. Η Ελλάδα έχει δύναμη και μπορεί να αντεπιτεθεί. Η Ελλάδα έχει φοβερό Στρατό, φοβερή αναχαίτιση, και το ξέρουν.
Δ.Δ.: Και τότε γιατί μας απειλεί;
Γ.ΤΣ.: Η Ελλάδα έχει δύναμη και καλό Στρατό, για να μην κάνει πόλεμο. Αμα είστε δυνατοί, δεν θα έχετε πρόβλημα. Και η Αμερική βοηθάει σε αυτό το θέμα.
Δ.Δ.: Θα βοηθήσει και ο Τραμπ; Γιατί εκείνος είπε τα καλύτερα για τον Ερντογάν.
Γ.ΤΣ.: Ο Τραμπ ήταν πρόεδρος τέσσερα χρόνια και οι σχέσεις με την Ελλάδα ήταν ακόμα πιο σφιχτές και καλές. Δεκαπέντε χρόνια τώρα, με τον πρόεδρο Ομπάμα, τον πρόεδρο Τραμπ, τον πρόεδρο Μπάιντεν, τρεις διαφορετικοί πρόεδροι, και με Παπανδρέου, Σαμαρά, Τσίπρα, Μητσοτάκη, τα πράγματα με την Αμερική είναι πολύ καλά, και αυτό θα συνεχίσει».
Δ.Δ.: Να είμαστε σίγουροι, δηλαδή.
Γ.ΤΣ.: Είμαστε! Εχουμε κοινά συμφέροντα. Είναι μια πολύ σημαντική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ.
Δ.Δ.: Σου μεταφέρω την αγωνία των ανθρώπων, όταν σε ρωτάω.
Γ.ΤΣ.: Δημήτρη, η Αμερική δεν θα αφήσει να γίνει κάτι εδώ. Κανένας δεν θέλει προβλήματα στο Αιγαίο. Η κυβέρνηση έχει κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης και ο πρόεδρος Ερντογάν έχουν καθίσει να συζητήσουν επτά φορές.
Δ.Δ.: Ναι, μιλάνε, αλλά τελικά…
Γ.ΤΣ.: Μιλάνε και κάνουν πράγματα, αυτό είναι σπουδαίο. Αμα μιλάς, θα λύσεις τα προβλήματα. Αμα δεν μιλάς, θα έχεις παρεξηγήσεις και υπερβολικές αντιδράσεις. Και να σου πω κάτι; Ο Μητσοτάκης είναι πάρα πολύ έξυπνος, πάρα πολύ σοβαρός άνθρωπος, από τους πιο έξυπνους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.
Σκηνή 3η: «Είκοσι χρόνια με τον Μπάιντεν»
Δ.Δ.: Οταν ήρθες στην Ελλάδα, έλεγαν διάφοροι: «Ποιος είναι αυτός; Πλήρωσε λεφτά στον Μπάιντεν και έγινε πρέσβης». Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική. Πες μου ακριβώς τι ήσουν προτού έρθεις στην Ελλάδα.
Γ.ΤΣ.: Με τον Μπάιντεν ήμασταν φίλοι 20 χρόνια. Είκοσι χρόνια μιλούσαμε για την Ελλάδα από γεωστρατηγική άποψη και του έλεγα τι σκέφτομαι – με τον Μπάιντεν είχαμε τις ίδιες απόψεις. Και μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Θέλω να σε στείλω στην Αθήνα, και θέλω να κάνεις τις σχέσεις Αμερικής και Ελλάδας πιο σφιχτές».
Δ.Δ.: Πράγμα που έκανες. Αλλά ο Τσούνης ποιος ήταν πριν;
Γ.ΤΣ.: Ημουν δικηγόρος, τελείωσα NYU, St. John’s School of Law, δούλεψα στο Δημοτικό Συμβούλιο της Νέας Υόρκης, σε μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, μετά ξεκίνησα δική μου εταιρεία, απέκτησα δέκα ξενοδοχεία…
Δ.Δ.: Τα οποία έχεις ακόμα;
Γ.ΤΣ.: Ναι. Και μετά δούλευα ως ανεξάρτητος σύμβουλος σε τεράστιες, εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρείες, και στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης ως πρόεδρος για τα νοσοκομεία και υπεύθυνος για τη γειτονιά Μπάτερι Παρκ Σίτι, ήμουν στο συμβούλιο του Business Executives for National Security ενώ δούλευα και για το ελληνικό λόμπι.
Δ.Δ.: Επομένως, ο Τσούνης δεν ήταν ένας απλός δικηγόρος, ένας επιχειρηματίας που πήγε στον Μπάιντεν και του είπε: «Στείλε με στην Ελλάδα να κάνω διακοπές και σου δίνω και 1 εκατ. δολάρια για την προεκλογική σου εκστρατεία». Γιατί το έχουν πει πολλοί αυτό. Αλλά εγώ που σε γνώρισα λέω ότι δεν υπάρχει κανείς σαν τον Τσούνη. Μου έκαναν εντύπωση δύο πράγματα που μου είχες πει. Οτι «οι πρόσφυγες από τη Συρία είναι σαν παιδιά μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί στην Ελλάδα δεν τους χρησιμοποιείτε αυτούς τους ανθρώπους, να δουλέψουν για να ανέβει το ΑΕΠ». Και το δεύτερο που είπες και θυμάμαι είναι ότι «ο ένας Ελληνας υπονομεύει τον άλλον, ενώ κανονικά πρέπει να βοηθάει ένας τον άλλον».
Γ.ΤΣ.: Πρέπει να ξεχάσουμε αυτό το «να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα» και να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι το φιλότιμο, αυτό είναι το ήθος μας. Πρέπει να είμαστε σωστοί άνθρωποι και να έχουμε αγάπη για όλους.
Σκηνή 4η: «Το φαγητό στην Ελλάδα πολύ καλύτερο»
Δ.Δ.: Είναι καλύτερη η Ελλάδα σήμερα απ’ ό,τι το 2022 που ήρθες;
Γ.ΤΣ.: Ναι. Η οικονομία πολύ καλύτερη, οι επενδύσεις… Στην κρίση, αν δεν υπήρχε η ελληνική οικογένεια, δεν ξέρω τι θα είχε γίνει στη χώρα μας. Η ελληνική οικογένεια κράτησε όρθια την Ελλάδα. Και γι’ αυτό έχω πολύ σεβασμό στους Ελληνες. Στα δύσκολα δεν υπάρχει άλλος σαν τους Ελληνες. Το 1940, μετά την 28η Οκτωβρίου, η Ελλάδα έδωσε ελπίδα στην Ευρώπη. Ολοι νόμισαν ότι θα καταστραφεί η Ευρώπη και οι Ελληνες άλλαξαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην κρίση βλέπεις τι είναι ο Ελληνας. Εγώ δεν ξεχνάω τις ρίζες μου και θα στέκομαι πάντα δίπλα στην Ελλάδα και στους Ελληνες. Σας αγαπάω πάρα πολύ.
Δ.Δ.: Δεν θα φύγεις για πάντα όμως, θα πηγαινοέρχεσαι, έτσι;
Γ.ΤΣ.: Κοίτα, όταν μου τηλεφώνησες για ψαρόσουπα στον τόπο σου, τελικά ήρθα (σ.σ.: εννοεί την Κουρούτα στην ψαροταβέρνα «Αχίλλειον» του Ντίνου Αναγνωστόπουλου).
Δ.Δ.: Για το «Αχίλλειον» λες;
Γ.ΤΣ.: Φυσικά. Η καλύτερη ψαρόσουπα. Στο χωριό μου δεν έχουμε ψαρόσουπα, πάνω στα βουνά.
Δ.Δ.: Το καλύτερο γουρουνόπουλο που το έχεις φάει;
Γ.ΤΣ.: Στον Μυστρά. Πρόβατο στη Λαμία, ψητό στο Μικρό και Μεγάλο Χωριό έξω από το Καρπενήσι. Ομως το καλύτερο μπιφτέκι το τρώω στο χωριό μου, τον Πλάτανο. Θα σε πάρω να πάμε, είναι πολύ όμορφο χωριό.
Δ.Δ.: Ψάρι πού τρως; Μου είχες πει για τον «Παπαϊωάννου».
Γ.ΤΣ.: Αγαπάω «Παπαϊωάννου», έχει και ντομάτα φοβερή! Η αδερφή του Μπάιντεν έχει έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα και πηγαίνουμε στον «Παπαϊωάννου». Και όταν τελειώνουμε το φαγητό και είναι να παραγγείλουμε γλυκό, εκείνη ζητάει ένα πιάτο ντομάτες!
Δ.Δ.: Χα, χα, χα, τρομερό αυτό!
Γ.ΤΣ.: Και πηγαίνω συχνά στην Καισαριανή, στον «Τσομπανάκο», για παϊδάκια. Δεν υπάρχει…
Δ.Δ.: Μια και μιλάμε για κουζίνα, εσύ έχασες 40 κιλά;
Γ.ΤΣ.: Εβαλα κάμποσα τώρα. Ας πούμε, έχασα 35 κιλά.
Δ.Δ.: Και πάλι πολλά είναι. Πώς τα έχασες αυτά, με διατροφή ειδική;
Γ.ΤΣ.: Δεν τρώω γλυκά, ούτε επεξεργασμένο φαγητό – άμα σ’ το ’δωσε ο Θεός το φαγητό, να το φας! Η Ελλάδα έχει τα καλύτερα αυγά, τυριά, λαχανικά, φρούτα, ψάρια, και τρώω κανονικό φαγητό.
Δ.Δ.: Καλύτερο κρέας έχει η Αμερική;
Γ.ΤΣ.: Δεν μου αρέσει το κρέας τόσο πολύ, τα παϊδάκια μού αρέσουν, λίγο η γουρουνοπούλα μού αρέσει…
Δ.Δ.: Αρα προτιμάς το φαγητό το ελληνικό από το αμερικάνικο.
Γ.ΤΣ.: Κοίτα, στην Αμερική τρώμε… άσε να μην πω. Κάθε πράγμα είναι σε κονσέρβα, σε κουτί, επεξεργασμένο. Το φαγητό στην Ελλάδα είναι πολύ καλύτερο, προπαντώςς όταν έρχεται από έναν κήπο, όταν τα πράγματα είναι φρέσκα και όχι πλαστικά.
Σκηνή 5η: «Ομπάμα και Μπάιντεν στήριξαν την Ελλάδα
Δ.Δ.: Είναι αλήθεια ότι στην κρίση τη μεγάλη, τότε που εμείς πιστεύαμε ότι η Μέρκελ και ο Σόιμπλε ήθελαν να διώξουν την Ελλάδα, παρενέβη η Αμερική και έμεινε η Ελλάδα στην Ευρωζώνη;
Γ.ΤΣ.: Ο Ομπάμα τότε, αλλά και ο Μπάιντεν μετά δεν θα άφηναν τη χώρα που μας έδωσε τη δημοκρατία και τη δυτική σκέψη, τη χώρα του Περικλή, του Σωκράτη, του Αριστοτέλη, του Διογένη, του Πυθαγόρα, του Αρχιμήδη, του Σοφοκλή, να φύγει από την Ευρώπη. Αυτό δεν θα το άφηναν να γίνει. Εχουμε μεγάλη υποχρέωση στην Ελλάδα, όλη η Γη. Από την Ελλάδα τα πήραμε όλα τα σπουδαία πράγματα. Και η Ελλάδα όχι μόνο στέκεται στα πόδια της πλέον, αλλά τρέχει – η καλύτερη οικονομία της Ευρώπης τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Δ.Δ.: Ναι, αλλά ο κοσμάκης δεν το βλέπει αυτό. Με 700 ή 1.000 ευρώ τον μήνα , πώς να τα βγάλει πέρα όταν το ενοίκιο έχει πάει 500 ευρώ; Ελα στη θέση του τώρα εσύ.
Γ.ΤΣ.: Καταλαβαίνω τι λες, έχω 400 Ελληνες που δουλεύουν στην πρεσβεία.
Δ.Δ.: Καλά, τα παιδιά που έχεις εδώ πέρα είναι εξαιρετικά. Η Ελένη, η Κάθριν και ο Αλέξανδρος είναι εξαιρετικά παιδιά και τα τρία.
Γ.ΤΣ.: Και τα παιδιά στην ασφάλειά μου, με τα οποία περνάω περισσότερες ώρες την ημέρα μαζί τους παρά με την οικογένειά μου.
Δ.Δ.: Οταν λες στους άλλους «πάω στην αμερικάνικη πρεσβεία», εκείνοι λένε «πωωω, πού πας, θα σε παρακολουθούν…». Και όταν μπαίνεις μέσα βλέπεις μια άλλη κατάσταση εδώ. Δηλαδή βλέπεις τον Αλέξανδρο, φέρ’ ειπείν, έναν εξαιρετικό άνθρωπο, την Κάθριν, την Ελένη. Με μια οικειότητα, μια ζεστασιά και λες «τι είναι αυτό, βρε παιδί μου;». Ή μαζί σου το χθεσινό φαγητό με τον σολομό. Ενα απλό πιάτο. Δεν υπάρχει το wealth, που λένε, το grand bouffe. Εχεις δει την ταινία «The Grand Bouffe», «Το Μεγάλο Φαγοπότι»; Δεν συμβαίνει αυτό εδώ. Εδώ υπάρχει μια φοβερή λιτότητα, μου έχει κάνει εντύπωση.
Γ.ΤΣ.: Θα σου πω δύο πράγματα. Οι άνθρωποι που αρχίζουν να δουλεύουν στην πρεσβεία δεν θέλουν να φύγουν. Είναι τόσοι άνθρωποι που έχουν δουλέψει 20, 30, 40 χρόνια εκεί, η μόνη δουλειά που θα έχουν στη ζωή τους. Εχουν ευκαιρίες να πάνε παντού, όμως τους αρέσει αυτή η δουλειά. Το δεύτερο πράγμα που θα πω είναι κάτι που έρχεται από τη Σκανδιναβία και λέγεται «Janteloven» (σ..σ.: Νόμος του Γιάντε). Λέει ότι κανένας δεν είναι καλύτερος από τον άλλον, είμαστε όλοι παιδιά του Θεού. Και έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε. Οταν μπαίνω σε ένα εστιατόριο, μου παίρνει 30 λεπτά να χαιρετήσω όσους με πλησιάζουν. Να δείξω πλάτη σε έναν άνθρωπο; Ποτέ! Πρέπει να έχουμε σεβασμό. Ετσι μάθαμε από τους γονείς μας, τις γιαγιάδες, τους παππούδες. Σεβασμό για όλους. Και δεν με ενδιαφέρει ποια θέση έχει και πόσα λεφτά έχεις, είμαστε όλοι παιδιά του Θεού.

Δ.Δ.: Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού. Αυτό το έμαθες από τη μάνα σου ή τον πατέρα σου;
Γ.ΤΣ.: Και από τους δύο. Αν ήμουν ψηλομύτης, η μάνα μου θα έπαιρνε την κουτάλα και ο πατέρας μου τη λουρίδα.
Δ.Δ.: Και η μητέρα σου τι σου έλεγε για τα παιδιά σου; Εχεις τρία παιδάκια και σου είπε τα ονόματά τους. Για πες μου.
Γ.ΤΣ.: Ο γιος μου Δημήτρης έχει το όνομα του πατέρα μου. Η κόρη μου Ελένη, αυτό της μητέρας μου. Και η δεύτερη κόρη μου Γιάννα, από τον πεθερό μου Ιωάννη. Πήγα στην πεθερά μου και της είπα: «Από εσένα πρέπει να ονομαστεί το παιδί», και εκείνη μου είπε: «Ρε Γιώργο, το όνομά μου είναι Γραμματία, δεν μπορώ να το κάνω αυτό στην κόρη σου. Δώσε το όνομα του άντρα μου». Και έκανα το χατίρι με αγάπη.
Δ.Δ.: Κι έτσι τήρησες το έθιμο. Σε έδερνε η μητέρα σου όταν ήσουν μικρός;
Γ.ΤΣ.: Λίγο φωνές και λίγο παντόφλα. Δεν μπορώ να πω ότι με έδερνε, ήταν από αγάπη, να με στρώσει λίγο, ήμουν κάπως ζωηρός.
Δ.Δ.: Εμένα με κυνηγούσε με μια κρεμάστρα, ήμουν αδύνατος και χωνόμουν κάτω από το κρεβάτι μου.
Γ.ΤΣ.: Μια μέρα η μάνα μου άνοιξε το συρτάρι και πήρε την κουτάλα. Της είπα: «Ρε μάνα, δεν έχω κάνει τίποτα». «Είναι νωρίς ακόμα», μου είπε. Ομως είχε αγάπη, υπομονή…
Δ.Δ.: Υπήρχε μητριαρχία στο σπίτι;
Γ.ΤΣ.: Ναι. Ο πατέρας μου δούλευε εφτά μέρες τη βδομάδα για να βάλει φαγητό στο τραπέζι. Ηταν δύσκολα τα πράγματα. Δεν ήξεραν τη γλώσσα, δεν είχαν χρήματα…
Δ.Δ.: Και ήσουν εσύ με δύο αδερφές. Μεγαλύτερες ή μικρότερες;
Γ.ΤΣ.: Μικρότερες, και η μάνα μου ήταν ο αρχηγός του σπιτιού.
Δ.Δ.: Δεν έλεγε ότι πρέπει να παντρευτούν πρώτα οι αδερφές σου και μετά εσύ;
Γ.ΤΣ.: Ναι, αυτό μπορεί να το λένε, αλλά η αγάπη έρχεται όταν γνωρίσεις τον κατάλληλο άνθρωπο.
Δ.Δ.: Εσύ παντρεύτηκες πρώτος;
Γ.ΤΣ.: Ναι, πρώτος.
Δ.Δ.: Τα κορίτσια όμως έχουν παντρευτεί και αυτά.
Γ.ΤΣ.: Η Βασιλική έχει παντρευτεί και έχει τρία παιδάκια. Η Αναστασία δεν παντρεύτηκε. Αμα μπορούμε να κάνουμε προξενιό εδώ, ένα καλό παιδί, Ελληνόπουλο, σε παρακαλώ τηλεφώνησέ μου. Γιατί η Αναστασία είναι το κάτι άλλο.
Δ.Δ.: Είναι η μητέρα σου στενοχωρημένη που η Αναστασία δεν παντρεύτηκε ακόμα;
Γ.ΤΣ.: Το είπε και σε σένα; (γέλια) Από τους τρεις μας, η Αναστασία είναι η πιο αγαπημένη της. Η μάνα μου θα γίνει 84 ετών τον Απρίλιο. Η Αναστασία την έχει… τι να σου πω…

Σκηνή 6η: «Πήγα σχολείο και δεν ήξερα λέξη αγγλικά»
Δ.Δ.: Γεννηθήκατε στην Αμερική και οι τρεις;
Γ.ΤΣ.: Ναι, στη Νέα Υόρκη.
Δ.Δ.: Αλλά από την πρώτη στιγμή έμαθες ελληνικά, αυτά μιλάγατε στο σπίτι.
Γ.ΤΣ.: Ηταν η πρώτη γλώσσα που έμαθα. Πήγα σε σχολείο 4 ετών, δεν ήξερα ούτε μία λέξη αγγλικά. Η μάνα μου ήρθε το ’61 και εγώ γεννήθηκα το ’67. Και έμεναν στην Αστόρια, που ήταν το κέντρο του Ελληνισμού της Αμερικής. Και είχαν πολλούς από τον Πλάτανο. Η πολυκατοικία στο Washington Heights, δίπλα στον Αγιο Σπυρίδωνα, είχε έξι διαμερίσματα, και σε όλα έμεναν άνθρωποι από τον Πλάτανο. Είχαν και σύλλογο και όταν ήμουν μικρό παιδί ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος του συλλόγου. Και μεγάλωσα Πλατανιώτης στην Αμερική. Το Πάσχα πήγαινες στο υπόγειο και ήταν μαζεμένοι 50 άνθρωποι από το χωριό μας. Δεν ξεχάσαμε τις ρίζες μας. Στην Αμερική είναι λίγο πιο δύσκολο να κρατήσεις Ελληνισμό, θρησκεία, χωριό. Ομως είπα στον πατέρα μου ότι δεν θα ξεχάσω τις ρίζες μου. Γι’ αυτό πηγαίνω στο χωριό με τέσσερις αγαπημένους φίλους που τους έχω στη ζωή μου 46 χρόνια τώρα. Ο Κώστας Ξύδης, ο Κώστας Εξαρχος, ο Δημήτρης Σομπασάκος, ο Νίκος Καλλές. Πηγαίνουμε στο χωριό, τρώμε παϊδάκια, μπιφτέκια και μετά λίγο τσίπουρο στο μπαλκόνι και βλέπουμε τη μηλιά. Και κάνουμε ένα hike τη μέρα, τα περνάμε πολύ ωραία. Και τον καλύτερο ύπνο τον παίρνεις στο χωριό, 870 μέτρα πάνω στα βουνά.
Δ.Δ.: Και από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκες σου μιλούσαν οι γονείς σου για τον Πλάτανο.
Γ.ΤΣ.: Οχι μόνο. Εκεί πηγαίναμε διακοπές το καλοκαίρι. Δεν ήξερα ότι η Ελλάδα είχε θάλασσες. Πηγαίναμε αεροδρόμιο – χωριό και χωριό – αεροδρόμιο. Ολόκληρο το καλοκαίρι στο χωριό. Και μετά γύρναγα στην Αμερική, στην εκκλησία και οι φίλοι μου όλοι είχαν ένα ωραίο χρώμα. «Πού πήγες;». «Στη θάλασσα». «Πού;». «Στην Ελλάδα». «Εχει η Ελλάδα θάλασσες;». Ε, όταν έμαθα ότι η Ελλάδα έχει θάλασσες, μέναμε έξι εβδομάδες στο χωριό και μία στη θάλασσα.
Δ.Δ.: Ποια μέρη παραθαλάσσια σου αρέσουν;
Γ.ΤΣ.: Αυτό το καλοκαίρι πήγα Ελαφόνησο. Τι ωραία θάλασσα, οι παραλίες ήταν το κάτι άλλο…
Δ.Δ.: Και Ζάκυνθο έχεις πάει.
Γ.ΤΣ.: Πολλές φορές. Την πρώτη φορά που πήγα στη Ζάκυνθο ήμουν 14 χρόνων, στην κατασκήνωση στο Βαρθολομιό. Και πηγαίναμε στη Ζάκυνθο, στην Αίγινα, στους Δελφούς, στην Ολυμπία, πηγαίναμε παντού. Η Ελλάδα έχει τόσα πολλά όμορφα μέρη.
Δ.Δ.: Εχεις σπίτι εδώ δικό σου; Εχεις αγοράσει τίποτα;
Γ.ΤΣ.: Δεν έχω αγοράσει τίποτα, έχω το πατρικό σπίτι στο χωριό.
Δ.Δ.: Πέρα από το χωριό. Πρέπει να αγοράσεις κάτι και στην Αθήνα. Δεν θα πηγαινοέρχεσαι;
Γ.ΤΣ.: Το εύχομαι. Η γυναίκα μου και οι κόρες μου έφυγαν τέλος Αυγούστου για να αρχίσουν σχολείο πίσω στην Αμερική, και εγώ έμεινα πέντε ημέρες μόνος μου, να τελειώσω τη δουλειά μου. Η Ολγα, η Ελένη και η Γιάννα δεν ήθελαν να φύγουν από την Ελλάδα, ήθελαν να μείνουν εδώ.

Σκηνή 7η: «Το θαύμα του Θεού»
Δ.Δ.: Την Ολγα πώς τη γνώρισες; Μου είχες πει ότι η μάνα σου ήθελε να παντρευτείς μια κοπέλα από το διπλανό χωριό, όχι από μακριά.
Γ.ΤΣ.: Η μάνα μου μού είπε «μην τυχόν μου φέρεις μια ξένη». Ξένη για τη μάνα μου ήταν από τα Τρίκαλα, από την Καρδίτσα.
Δ.Δ.: Οι Αμερικανίδες δεν παίζανε καθόλου, ήταν εκτός.
Γ.ΤΣ.: Μου είπε: «Αγρίνιο, Καρπενήσι, Μεσολόγγι, Ναύπακτος». Και η γυναίκα μου ήταν από τον Αγιο Δημήτριο, ένα χωριό 17 χιλιόμετρα από τον Πλάτανο. Και το ’κανα.
Δ.Δ.: Πώς το ’κανες;
Γ.ΤΣ.: Με τύχη και θαύμα του Θεού.
Δ.Δ.: Θαύμα του Θεού, έτσι το λέμε τώρα… Προηγουμένως όμως ο Τσούνης, απ’ ό,τι μου λένε κάποιες γλώσσες από την Αμερική, ήταν πολύ άτακτος. Πριν από την Ολγα.
Γ.ΤΣ.: Δεν ξέρω με ποιους μιλάς… Είχα μια ζωή προτού παντρευτώ, και μετά έχω μια σωστή οικογενειακή ζωή.
Δ.Δ.: Είσαι πιστός;
Γ.ΤΣ.: Ναι, είμαι. No bullshit! Ολοι μιλάνε στην Ελλάδα. Κανείς δεν θα σου πει ότι τα τρία χρόνια που ήμουν εδώ «ο Τσούνης πίνει, ο Τσούνης ξεπορτίζει, ο Τσούνης παίρνει φακελάκια…».
Δ.Δ.: Εχεις πάρει ναρκωτικά ποτέ;
Γ.ΤΣ.: Ποτέ! Ποτέ στη ζωή μου.
Δ.Δ.: Ούτε εγώ. Ούτε τζούρα, τίποτα. Και σου εξομολογούμαι τώρα κι εγώ κάτι. Δύο πράγματα δεν έχω καταλάβει στη ζωή μου. Το πρώτο είναι τα ναρκωτικά – δεν καταλαβαίνω πώς παίρνουν ναρκωτικά, ακόμη και χασίσι. Και το δεύτερο, πώς ο άνθρωπος γίνεται γκέι. Αυτό είναι δικαίωμα του καθενός, δεν είμαι εναντίον, αλλά δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Γ.ΤΣ.: Ενας άνθρωπος που πίνει πολύ, χαρτοπαίζει ή παίρνει ναρκωτικά έχει μια αρρώστια και πρέπει να τον βοηθήσουμε. Οσο για το άλλο που είπες, νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τους ανθρώπους να αγαπούν όποιον θέλουν σε αυτή τη ζωή. Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού και ο οίκος Του είναι για όλους – όχι μόνο για εκείνους που μοιάζουν με εμάς, συμπεριφέρονται όπως εμείς ή έρχονται από το ίδιο μέρος. Και αυτά που έχουμε κοινά είναι πολύ πιο σημαντικά από αυτά που δεν έχουμε. Ο Ιησούς είπε: «Δεν είμαι εδώ για να κρίνω, είμαι εδώ για να βοηθήσω». Και εγώ δεν μπορώ να πω πού αρχίζει και πού τελειώνει η αγάπη.
Δ.Δ.: Και τώρα, περιμένουμε την Κίμπερλι, η οποία πότε θα έρθει περίπου;
Γ.ΤΣ.: Δεν ξέρω, ελπίζω να έρθει το καλοκαίρι.
Δ.Δ.: Τη γνωρίζεις;
Γ.ΤΣ.: Ναι, τη γνωρίζω. Δεν μπορώ να πω ότι την ξέρω καλά. Από τις φορές που την έχω δει και έχουμε μιλήσει, είναι έξυπνη και ζεστή. Η ελπίδα μου για την κυρία Γκιλφόιλ, και θα κάνω ό,τι μπορώ για να τη βοηθήσω, είναι να συνεχίσει να συσφίγγει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Να φέρει Αμερική και Ελλάδα πιο κοντά και να κάνει σωστή δουλειά. Να της δώσεις μια ευκαιρία, να τη γνωρίσεις. Οι άνθρωποι είχαν άγχος για μένα: «Δεν είναι διπλωμάτης, είναι business person». Μπούρδες… Και μετά με γνώρισαν και μου είπαν: «Τσούνη, καλός είσαι εσύ». Αυτή είναι η αξιοκρατία. Οι Ελληνες μου έδωσαν την ευκαιρία να με γνωρίσουν και μου έχουν δώσει τόση καλοσύνη και αγάπη, που δεν έχω λόγια να τους ευχαριστήσω. Και εύχομαι να γίνει το ίδιο και με την κυρία Γκιλφόιλ, γιατί θέλω οι σχέσεις της Ελλάδας και της Αμερικής να γίνουν ακόμα καλύτερες. Ναι, είμαστε οι δύο χώρες δύο φάροι της δημοκρατίας.
(Μπαίνει η σύζυγός του Ολγα, χαιρετάει, της λέμε να καθίσει μαζί μας, αλλά θέλει να μας αφήσει μόνους.)
Δ.Δ.: Βλέπεις την Ολγα και είναι τόσο απλή, η γυναίκα του πρεσβευτή της Αμερικής.
Γ.ΤΣ.: Πήγε για περπάτημα επάνω στον Λυκαβηττό, μόλις γύρισε. Αυτή είναι η Ελλάδα! Κάθε μέρα η Ολγα περπατάει επάνω στον Λυκαβηττό, πίνει ένα καφεδάκι εκεί, βλέπει τον Αϊ-Γιώργη και γυρίζει πίσω.
Δ.Δ.: Αυτή η απλότητα είναι ένα χάρισμα των Αμερικανών, θα έλεγα, όχι των Ευρωπαίων. Οι Ευρωπαίοι είναι ψηλομύτηδες, είναι σνομπ, ενώ οι Αμερικανοί έχουν αυτή τη φοβερή απλότητα, την οικειότητα. Το βλέπω και στις ταινίες, ασχολούμαι με το σινεμά εγώ, έχω δει πάρα πολλές ταινίες.
Γ.ΤΣ.: Ποια είναι η αγαπημένη σου;
Δ.Δ.: Μία από τις αγαπημένες μου είναι το «Chinatown» του Ρόμαν Πολάνσκι. Αριστούργημα.
Γ.ΤΣ.: Oooh, very nice! Η δική μου είναι «To Catch a Thief» με Κάρι Γκραντ και Γκρέις Κέλι.
Δ.Δ.: Του Χίτσκοκ, βέβαια. Και το «Vertigo», επίσης. Και το «Rear Window».
Γ.ΤΣ.: Α, είσαι φαν της Γκρέις Κέλι. Τη λατρεύω. Και η Οντρεϊ Χέπμπορν είναι από τις αγαπημένες μου. Το ξέρεις ότι στο «Charade» ο Κάρι Γκραντ δεν ήθελε να φιλήσει την Οντρεϊ Χέπμπορν γιατί θεωρούσε ότι είχαν πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας; Μου αρέσει πολύ το «Roman Holiday» με τη Χέπμπορν και τον Γκρέγκορι Πεκ. Επίσης ο Ερολ Φλιν, η Τζόαν Φοντέιν, η Ολίβια ντε Χάβιλαντ…
Δ.Δ.: Κινηματογράφο πηγαίνεις εδώ στην Ελλάδα;
Γ.ΤΣ.: Πηγαίνω, όχι πολλές φορές.
Δ.Δ.: Θέατρο;
Γ.ΤΣ.: Πηγαίνω θέατρο και μία φορά στο τόσο μπορεί να πάω με πολύ καλούς φίλους να δω τον Αργυρό, τον Ρέμο ή τη Βίσση. Μου αρέσει πολύ και ο Νταλάρας. Θέλω να κάνω πράγματα ελληνικά, να πηγαίνω σε ελληνικές ταβέρνες, σε χωριά, σε κάθε γωνιά στην Ελλάδα, να ζήσω με τους Ελληνες. Δεν είμαι σαν αυτούς που νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Πάρος. Θέλω να πηγαίνω στα βουνά, έκανα Χριστούγεννα στο Νυμφαίο της Φλώρινας. Πηγαίνω Μετέωρα, πηγαίνω Μυστρά, πηγαίνω στον «Αη Γιώργη», ένα πολύ καλό εστιατόριο στην Αλεξανδρούπολη… Σήμερα μίλησα σε 500 παιδιά 9 ετών. Πήγα στο Κολλέγιο, αλλά ήταν παιδιά από 10 σχολεία μέσα στην αίθουσα και μέσω βίντεο άλλα 5.000 παιδιά από σχολεία παντού στην Ελλάδα. Μίλησα για πολλά πράγματα, φιλοξενία, καλοσύνη, φιλότιμο, δημοκρατία, τι σημαίνει να είσαι Ελληνας. Και είπα στα παιδιά: «Η μάνα και ο πατέρας. Αυτοί σας αγαπάνε. Να ακούτε τη μάνα σας και τον πατέρα σας. Και στο σχολείο να σέβεστε τους δασκάλους σας. Να βοηθάτε ο ένας τον άλλον. Αμα δείτε ένα παιδάκι που τρώει μόνο του στο σχολείο, δεν έχει φίλους, να σηκωθείτε και να του πείτε να κάτσει μαζί σας. Πρέπει να έχουμε αγάπη για όλους». Αυτό είπα στα παιδιά, και το πιστεύω.

Σκηνή 8η: «Στην Ελλάδα είμαι Εθνική Ελλάδος»
Δ.Δ.: Πάμε και στην παιδεία τώρα. Πες μου τη γνώμη σου για την Ελλάδα.
Γ.ΤΣ.: Εγώ θέλω τα δημόσια σχολεία να είναι τα καλύτερα. Και όποιος θέλει να στείλει τα παιδιά του σε ένα δημόσιο σχολείο, σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, μπράβο, εύχομαι τα καλύτερα. Αν κάποιος θέλει να στείλει τα παιδιά του σε κάτι διαφορετικό, ένα ιδιωτικό σχολείο, ένα όπου μαθαίνουν γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ή να τα στείλει σε πανεπιστήμιο στην Αμερική ή στην Αγγλία ή να γίνουν διαφορετικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα – τι μας νοιάζει; Αν είμαστε μια χώρα με ευκαιρίες και αληθινά δημοκρατική, κάθε παιδί πρέπει να μπορεί να πάει όπου θέλει και όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να είναι τα καλύτερα που υπάρχουν στη Γη. Γιατί αυτά θα δώσουν τις βάσεις σε κάθε παιδί να γίνει ό,τι θέλει σε αυτή τη ζωή.
Δ.Δ.: Και λες λοιπόν ότι από τη στιγμή που στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται δεκτό -έγινε τελικά βέβαια-, δεν υπάρχει αληθινή δημοκρατία, έτσι δεν είναι;
Γ.ΤΣ.: Οχι, δεν είπα αυτό. Αυτό κάνουν στην Αμερική και δουλεύει πάρα πολύ καλά για τους μαθητές και την οικονομία μας. Δεν λέω να αλλάξετε τα σχολεία που έχετε στην Ελλάδα. Να τα κρατήσετε! Ομως αν κάποιος θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό για το παιδί του, να έχει αυτή την ευκαιρία.
Δ.Δ.: Και να μην το στέλνει στο εξωτερικό, να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο το ξένο εδώ πέρα.
Γ.ΤΣ.: Νομίζω ότι 40.000 παιδιά φεύγουν από την Ελλάδα κάθε χρόνο. Αμα θέλουν να πάνε Χάρβαρντ, Γέιλ, Πρίνστον ή Οξφόρδη, μπράβο τους! Γιατί όμως να τα στέλνουμε αυτά τα παιδιά στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στη Σερβία, στην Κύπρο; Γιατί δεν μπορούν να κάνουν άλλα πανεπιστήμια στην Ελλάδα, να κρατήσουν τα παιδιά και τα χρήματα που στέλνουν οι οικογένειες στο εξωτερικό να μείνουν στην Ελλάδα; Θέλω όλοι να έχουν επιλογές. Να μπορεί μια οικογένεια να κάνει ό,τι νομίζει ότι είναι καλύτερο για τα δικά της παιδιά. Η ατομική επιλογή είναι ένα υπέροχο πράγμα. Σήμερα εσύ έβαλες ένα χοντρό πουλόβερ και εγώ έβαλα μια ψιλή φανέλα.
Δ.Δ.: Είσαι και λίγα παραπάνω κιλά από μένα, έτσι; Εγώ είμαι 63 με 65 κιλά, εσύ πόσα είσαι;
Γ.ΤΣ.: Ω Παναγία μου… Εγώ μεταξύ 96-101.
Δ.Δ.: Μου λέγανε στο Tatoi Club, που πήγαινες για γυμναστική, ότι είσαι απίστευτος, σήκωνες βάρη.
Γ.ΤΣ.: Τώρα όταν ασκούμαι σηκώνω 130-140 κιλά και είμαι 55 ετών. Οταν ήμουν 25, σήκωνα 185-188 κιλά».
Δ.Δ.: Μπάσκετ έπαιξες; Ποδόσφαιρο; Soccer, όχι το αμερικάνικο.
Γ.ΤΣ.: Επαιξα και μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Και ήμουν πάρα πολύ καλός στο ποδόσφαιρο. Εχω τη φανέλα του Platanos Football Club.
Δ.Δ.: Τι ομάδα είσαι;
Γ.ΤΣ.: Στην Ελλάδα; Εθνική Ελλάδος!
Δ.Δ.: Γιατί δεν λες ομάδα;
Γ.ΤΣ.: Γιατί δεν είμαι τελείως βλάκας.
Δ.Δ.: Ποιος πρεσβευτής έκανε τη βλακεία και είπε ότι είναι Παναθηναϊκός; Ο Μπερνς;
Γ.ΤΣ.: Ο Μπερνς είναι ο καλύτερος πρεσβευτής που έχει έρθει στην Ελλάδα. Καταπληκτικός άνθρωπος. Αλλά λες μια ομάδα και το 11% στην Ελλάδα σε αγαπάει και το 89% σε σιχαίνεται. Εγώ λέω Εθνική Ελλάδος και δεν κάνω λάθος.
Δ.Δ.: Δεν θα μου πεις τι ομάδα είσαι;
Γ.ΤΣ.: Δημήτρη, σου λέω την αλήθεια, δεν έχω ομάδα. Οταν ήμουν μικρό παιδί αγόρασα ένα πορτοφόλι γιατί μου άρεσαν πάρα πολύ τα χρώματα, ήταν μαύρο και χρυσό και ήταν της ΑΕΚ. Αλλά δεν το έκανα γιατί αγαπούσα την ομάδα, μου άρεσαν τα χρώματα.
Δ.Δ.: Εχεις γνωρίσει όλους τους προέδρους των ομάδων, τον Μελισσανίδη, τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο…
Γ.ΤΣ.: Ναι, και είναι όλοι φίλοι. Και πηγαίνω να δω παιχνίδια.
Δ.Δ.: Α, πηγαίνεις στο γήπεδο – δεν το ήξερα.
Γ.ΤΣ.: Μπορεί να πάω καλεσμένος τη Δευτέρα στο Καραϊσκάκη, την Τρίτη στο ΟΑΚΑ, την Παρασκευή στη Φιλαδέλφεια με την ΑΕΚ… Δεν μπορώ να πάω σε ένα και να μην πηγαίνω στα άλλα. Και προσπαθώ να τα κάνω όλα μαζί σε μία εβδομάδα, να μην πει κανένας ότι έχω προτιμήσεις.
Δ.Δ.: Λίγο διπλωματικό είναι αυτό…
Γ.ΤΣ.: Οχι λίγο, πολύ! Ομως είναι έξυπνο. Για μένα, το ποδόσφαιρο είναι κάτι που αγαπούσα από μικρό παιδί. Επαιζα δεξί εξτρέμ ή κεντρικός επιθετικός. Και παίζω και τώρα σε παιχνίδια. Και παίζω και μπάσκετ. Δεν παίζω βέβαια 90 λεπτά, παίζω 15-20 στο πρώτο ημίχρονο και στο δεύτερο 10 λεπτά.
Δ.Δ.: Στην Αμερική ποια είναι η ομάδα σου;
Γ.ΤΣ.: Στην Αμερική τρελαίνομαι για το μπάσκετ των New York Knicks. Και επειδή ο Γιάννης (σ.σ.: Αντετοκούνμπο) είναι Ελληνας και πολύ καλός φίλος και πήγα και στον γάμο του, η δεύτερη ομάδα μου είναι οι Bucks. Είναι Ελληνάρας, δεν έχω δει καλύτερο άνθρωπο στη ζωή μου.

Σκηνή 11η: «Οι δέκα πιο πλούσιοι άνθρωποι της Αμερικής που έχουν από 100 έως 400 δισεκατομμύρια ο καθένας τα έκαναν μόνοι τους»
Δ.Δ.: Από τον κόσμο που γνώρισες εδώ στην Ελλάδα, τι σου έχει κάνει εντύπωση; Εχεις γνωρίσει πάρα πολλούς, πόσους; Χίλους; Οχι, παραπάνω… Τρεις χιλιάδες;
Γ.ΤΣ.: Είναι μέρες που βγάζω 300-400 selfies την ημέρα…
Δ.Δ.: Πωωωω. Τι θα έλεγες λοιπόν γι’ αυτούς τους ανθρώπους;
Γ.ΤΣ.: Στα τρία χρόνια δεν έχω γνωρίσει έναν Ελληνα που να μου είπε μια κακή λέξη. Κάθε άνθρωπος μου έχει δείξει σεβασμό, αγάπη. Εγώ κάθομαι σε ένα τραπέζι και κάποιος έρχεται να με γνωρίσει – αμέσως σηκώνομαι, γιατί ποτέ δεν θα χαιρετήσω κανέναν καθιστός. Μιλάμε, ρωτάω το όνομά του, από πού είναι, του λέω ευχαριστώ, μπορεί να βγάλουμε selfie. Ούτε ένας δεν έχει πει μια κακή λέξη.
Δ.Δ.: Στην Αμερική;
Γ.ΤΣ.: Στην Αμερική κανένας δε με ξέρει, περπατάω στη Νέα Υόρκη και κανένας δεν με αναγνωρίζει.
Δ.Δ.: Πώς είναι ο μέσος Αμερικανός σε σχέση με τον Ελληνα;
Γ.ΤΣ.: Αυτό που μου αρέσει στον Αμερικανό είναι ότι δεν τον νοιάζει ποιος είσαι, πού γεννήθηκες, από ποια οικογένεια, υπάρχει πλήρης αξιοκρατία. Οι δέκα πιο πλούσιοι άνθρωποι της Αμερικής, Μασκ, Γκέιτς, Μπέζος, Μπάφετ, Ζάκερμπεργκ, Πέιτζ, Μπριν, Μπλούμπεργκ κ.ά., που έχουν από 100 έως 400 δισεκατομμύρια ο καθένας τα έκαναν μόνοι τους, δεν τα πήραν από τον πατέρα και τη μητέρα. Και αυτό γίνεται μόνο στην Αμερική.
Δ.Δ.: Ξέρεις όμως τι λένε; Στην Αμερική με τόσα λεφτά, με τόσα μέσα, με τέτοια τεχνολογία, και δεν μπορούν να σβήσουν τη φωτιά στο Λος Αντζελες. Μα, τι είναι αυτό το πράγμα;
Γ.ΤΣ.: Δημήτρη, όσα χρήματα και τεχνολογία και αν έχεις, δεν μπορείς να τα βάλεις με τα πράγματα του Θεού. Αν έχεις φωτιά και αέρα και δεν έχεις βροχή, είναι πολύ δύσκολο. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι, πρέπει να σταματήσει πρώτα ο αέρας.
Δ.Δ.: Αρα η φύση είναι ακαταμάχητη, κανείς δεν μπορεί να την κερδίσει.
Γ.ΤΣ.: Αυτό το πράγμα γίνεται παντού, στην Αμερική, στον Καναδά, στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Τουρκία, παντού. Εχουμε μια κλιματική κρίση. Πρέπει να κάνουμε ορισμένα πράγματα ώστε να έχουμε αυτή τη Γη για τα παιδιά μας. Πρέπει να σταματήσουμε με τον άνθρακα – αν δεν σταματήσουμε, θα έχουν 48 βαθμούς θερμοκρασία στην Ινδία. Θα έχουμε αυτές τις φωτιές, μετά θα έχουμε τις πλημμύρες. Πρέπει να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
Επίλογος: «Ελα τώρα που ο Τραμπ θα πάρει τη Γροιλανδία»
Κάπου εκεί πετάχτηκε ο συμπαθέστατος Αλέξανδρος Ναυπλιώτης, του γραφείου Τύπου, λέγοντας: «Πέρασε μία ώρα» αλλά εννοώντας: «Αντε, κύριε Δανίκα, τελειώνετε». Ομως ο Γιώργαρος εκεί, να συνεχίσει μιλώντας με την καρδιά του. Εμφανίστηκε και η Ολγα, κομψότατη, γλυκύτατη, ακαταμάχητη. Ούτε το 1/3 των κιλών του. Η ατμόσφαιρα ολότελα φιλική. Θα έλεγα αδελφική. Πριν φύγω τον ρώτησα προβοκατόρικα:
Δ.Δ.: Θα πάρει τελικά ο Τραμπ τη Γροιλανδία;
Γ.ΤΣ.: Ελα τώρα… Ο Τραμπ ήταν πρόεδρος για τέσσερα χρόνια και τα περισσότερα πράγματα δεν άλλαξαν. Η Αμερική δεν έφυγε από το ΝΑΤΟ, δεν πήραν τίποτα. Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν, ελπίζω ότι οι σχέσεις με την Ελλάδα θα είναι όπως τα πρώτα τέσσερα χρόνια του Τραμπ, από το ’17 έως το ’21.
Δ.Δ.: Να ελπίζουμε ότι θα ξαναγυρίσεις στην Ελλάδα;
Γ.ΤΣ.: Είμαι Ελληνοαμερικανός. Η καλύτερη ζωή είναι να έχεις ένα πόδι στην Αμερική και ένα στην Ελλάδα.
Τι να σας πω τώρα. Οπως ο Γιώργαρος ο Τσούνης ελάχιστοι σαν κι αυτόν. Απ’ όσους γνωρίζω. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Του χρωστάω. Από αυτόν πήρα ένα μεγάλο δίδαγμα: να πορεύομαι χωρίς προκαταλήψεις, βεβαιότητες και ιδεοληψίες. Οπως έλεγε ένας μεγάλος σοφός, «στηρίξου στις ιδέες σου, σύντομα θα καταρρεύσουν». George, πάντα θα σ’ έχω στην καρδιά μου!
ΠΗΓΗ:protothema.gr